- μεγιστάνων
- μεγιστά̱νων , μεγιστᾶνεςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вельможа — ВЕЛЬМОЖ|А (79), Ѣ ( Ѧ) с. Знатный человек, приближенный князя или царя: Моудрость съмѣренааго възнесеть главоу ѥго: ||=и посредѣ вельможь посадить ю. (ἐν μέσῳ μεγιστάνων) Изб 1076, 147 147 об.; ˫ако оучитель правыѩ вѣры. вельможамъ твьрдоѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Βρουγχίλδη — (Brunhilde, 534 – 613 μ.Χ.). Κόρη του βασιλιά των Βησιγότθων Αθαναγίλδου. Ήταν σύζυγος του Σιγιβέρτου, βασιλιά της Αυστρασίας, τον οποίο έστρεψε, με αφορμή τη δολοφονία της αδελφής της Γκαλσβίνθης, εναντίον του αδελφού του Χιλπέριχου, βασιλιά της … Dictionary of Greek
μπαϊράμι — Λέξη τουρκοπερσική, που σημαίνει γιορτή. Ειδικά ονομάζονται μ. οι δύο μεγάλες γιορτές της μουσουλμανικής θρησκείας, το μικρό μ., που λέγεται από τους Τούρκους σεκέρμ, και το κουρμπάν μ. (γιορτή των θυσιών). Οι Τούρκοι θεωρούν το πρώτο… … Dictionary of Greek
ομοτράπεζος — η, ο (ΑΜ ὁμοτράπεζος, ον) αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας συνέστιος («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο», Ηρόδ.) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁμοτράπεζοι τιμητικός τίτλος ορισμένων μεγιστάνων οι… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γεράκης, Κωνσταντίνος — (Αργοστόλι, Κεφαλονιά 1647 – Μπανγκόκ 1688). Έμπορος από την Κεφαλονιά, διάσημος για τα ανώτατα αξιώματα που κατέκτησε στο Σιάμ (Ταϊλάνδη) και τη συμβολή του στον εκχριστιανισμό της χώρας αυτής. Στην αρχή, ως υπάλληλος της Αγγλικής Εταιρείας των… … Dictionary of Greek
Ιμπν Χαλντούν — (Ibn Khaldun, Τύνιδα 1332 – Κάιρο 1406). Άραβας ιστορικός. Αναφέρεται και ως Ιμπν Καλντούν. Στο Μαρόκο είχε καταλάβει υψηλές θέσεις, φυλακίστηκε όμως από τον σουλτάνο, γιατί θεωρήθηκε ύποπτος για δωροληψία. Μετά τον θάνατο του σουλτάνου… … Dictionary of Greek
Κοστομάροφ, Νικολάι Ιβάνοβιτς — (Nikolai Ivanovich Kostomarov,1817 – 1885). Ουκρανός ιστορικός και συγγραφέας. Διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Κιέβου (1845). Πρωτοστάτησε στην ίδρυση της μυστικής οργάνωσης Αδελφότητα των αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου, που… … Dictionary of Greek
Προκοπίου, Γεώργιος — (1876 – 1940). Ζωγράφος. Καταγόταν από τη Σμύρνη και σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΕΜΠ. Αργότερα επισκέφθηκε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αίγυπτο και την Αιθιοπία, όπου φιλοτέχνησε προσωπογραφίες του αυτοκράτορα, των αυλικών και… … Dictionary of Greek
Ροδάμιστος — Γιος του Φαρασμάνου, βασιλιά της ασιατικής Ιβηρίας. Επειδή ήταν δυσαρεστημένος με τον πατέρα του, πλησίασε τον θείο του Μιθριδάτη, βασιλιά της Αρμενίας, του οποίο την κόρη Ζηνοβία παντρεύτηκε. Εξασφάλισε έπειτα την εύνοια των μεγιστάνων της χώρας … Dictionary of Greek